Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016

Ποια η ποινική ευθύνη του εποπτεύοντος ανηλίκου, υπαίτιου για τροχαίο ατύχημα;

Η Ποινική ευθύνη εποπτεύοντος (υπαιτίου) ανηλίκου εμπλακέντος σε τροχαίο ατύχημα

υπό Ιωάννη Ν. Ηλία, Δρ. Ποινικών κ΄ Εγκληματολογικών Νομικής Σχολής ΔΠΘ Ειδικού Επιστήμονα Νομικής Σχολής ΔΠΘ, Δικηγόρου Πειραιά
Θα ήταν περιττό, μάλλον, η παρούσα συμβολή να ξεκινάει επικαλούμενη τα στατιστικά στοιχεία, που αποδίδουν και επιβεβαιώνουν τη συχνότητα των τροχαίων ατυχημάτων, τις βασικότερες αιτίες και συνέπειές τους.
Αναμφίβολα, το τροχαίο ατύχημα αποτελεί, δυστυχώς, ένα συχνότατο, σχεδόν καθημερινό, κοινωνικό συμβάν, με ποικίλες αιτίες και σοβαρότατες υλικές και ψυχολογικές συνέπειες στους εμπλεκόμενους, αλλά και συνολικά στην κοινωνία και την οικονομία.
Ως τέτοιο, «γεννά» πλήθος ζητημάτων και προβληματισμών, που χρήζουν επιτακτικά θεωρητικής επεξεργασίας και πρακτικής διευθέτησης, προκειμένου να αντιμετωπιστούν, ή έστω να απαλυνθούν οι σοβαρότατές του συνέπειες. Από πλευράς Νομικής επιστήμης το τροχαίο ατύχημα αποτελεί ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον και σημαντικό πεδίο θεωρητικής ενασχόλησης, δεδομένου του σπουδαίου, πολυεπίπεδου και συχνά πολύπλοκου χαρακτήρα των προβλημάτων, που εγείρει.
Επιμέρους γνωστικά αντικείμενα της Νομικής επιστήμης όπως το Αστικό Δίκαιο, το Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, το Ποινικό Δίκαιο, ακόμα και το Δίκαιο του Καταναλωτή[2] εντάσσουν στο ερευνητικό τους πεδίο το τροχαίο ατύχημα, επιχειρώντας τη θεωρητική επεξεργασία των προβλημάτων, που σχετίζονται με αυτό.
Από πλευράς Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου, η διερεύνηση της ποινικής ευθύνης των εμπλεκομένων μερών αναδεικνύεται σε κομβικής σημασίας ζήτημα για δυο κυρίως λόγους: αφενός για τον προφανή και αυτοτελή λόγο της ποινικοκυρωτικής μεταχείρισης των εμπλεκομένων, αφετέρου διότι η ύπαρξη ποινικής ευθύνης τους συνάπτεται και με την κατάφαση της αδικοπρακτικής τους ευθύνης και ως εκ τούτου τελικά με την υποχρέωση για αποζημίωση.
Στο τροχαίο ατύχημα – και όχι μόνον – η κατάφαση της ποινικής ευθύνης του εμπλεκομένου συναρτάται και διαπλέκεται, ίσως όχι άμεσα και μηχανιστικά, αλλά πάντως καθοριστικά, με τη θεμελίωση, τελικά, της υποχρέωσής του για αποζημίωση και, όπως η δικαστηριακή και νομολογιακή πρακτική μοιάζει να επιβεβαιώνει, αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα, ο οποίος λαμβάνεται υπόψη ακόμα και για τον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης.
Όπως προκύπτει ρητά από τη διατύπωση του α. 914 Α.Κ. για τη θεμελίωση της υποχρέωσης προς αποζημίωση πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά δυο στοιχεία: ζημία και παράνομη και υπαίτια πράξη του υπόχρεου, δηλαδή αδίκημα, ή αδικοπραξία. Η ευθύνη αυτή προς αποζημίωση είναι μεν πρωτογενής, υπό την έννοια ότι απορρέει ευθέως και ρητώς από τον νόμο (α. 914 Α.Κ.), πλην όμως η διάταξη του α. 914 Α.Κ. δεν προσδιορίζει ρητά ποιες πράξεις και υπό ποιες ακριβώς προϋποθέσεις δύνανται να θεωρηθούν ως «παράνομες και υπαίτιες». Δημιουργεί, ως εκ τούτου, ένα ευρύ ερμηνευτικό πεδίο, το οποίο πρέπει να προσδιοριστεί και περιοριστεί με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια δια της θεωρητικής του επεξεργασίας και προς όφελος της ασφάλειας Δικαίου, αν δεχθούμε πως κάτι τέτοιο μπορεί να υπάρξει.
Κατά την κρατούσα άποψη «παράνομη» στα πλαίσια του α. 914 Α.Κ. δεν είναι κάθε ζημιογόνα συμπεριφορά, που δεν εδράζεται σε νόμιμο δικαίωμα (υποκειμενική θεωρία), αλλά εκείνη η ζημιογόνος συμπεριφορά, η οποία παραβιάζει κάποια επιτακτική, ή απαγορευτική κανονιστική νομοθετική πρόβλεψη (αντικειμενική θεωρία)[3]. Ο απαγορευτικός αυτός κανόνας οφείλει ως εκ τούτου να προσδιοριστεί κατά περίπτωση. Και στο σημείο αυτό είναι που η διερεύνηση της ποινικής ευθύνης των εμπλεκομένων αποκτά κομβική σημασία, πέραν της προφανούς, αυτής της επιβολής κύρωσης (ποινής), σε σχέση με την υποχρέωση αποζημίωσης, αλλά ενίοτε και του ύψους αυτής.
Στα πλαίσια αυτού του γενικότερου θεωρητικού προβληματισμού, στην παρούσα μελέτη γίνεται μια απόπειρα θεωρητικής συμβολής και επεξεργασίας ενός πολύ συγκεκριμένου ζητήματος: ποια είναι η ποινική ευθύνη του εποπτεύοντος υπαίτιου ανηλίκου, ο οποίος ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα. Στόχο της δεν αποτελεί η εξαντλητική θεωρητική ανάλυση κάθε δυνατής παραμέτρου και περίπτωσης, αλλά η διατύπωση κάποιων βασικών επιστημονικών προβληματισμών, από τη σκοπιά του Ποινικού Δικαίου, γύρω από το ζήτημα, με φιλοδοξία την εκκίνηση μιας περαιτέρω θεωρητικής ενασχόλησης και διαλόγου.
1.Εννοιολογικός προσδιορισμός των όρων.........................................

Διαβάσετε εδώ το πλήρες κείμενο της απόφασης μαζί με τα σχόλια και τις παρατηρήσεις όπως δημοσιεύθηκαν στην Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου