Μία ενδιαφέρουσα απόφαση για τις συμφωνέις συνεργείων με ασφαλιστικές
εταιρείες εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Εδικότερα η απόφαση έχει ως
εξής:
Στην υπόθεση C 32/11 με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Magyar Köztársaság Legfelsőbb Bírósága (Ουγγαρία) με απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2010, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Ιανουαρίου 2011, στο πλαίσιο της δίκης
Allianz Hungária Biztosító Zrt., Generali-Providencia Biztosító Zrt., Gépjármű Márkakereskedők Országos Szövetsége, Magyar Peugeot Márkakereskedők Biztosítási Alkusz Kft, Paragon-Alkusz Zrt., κατά νόμον διάδοχος του Magyar Opelkereskedők Bróker Kft κατά Gazdasági Versenyhivatal,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, M. Ilešič (εισηγητή), A. Borg Barthet, M. Safjan και M. Berger, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón γραμματέας: C. Strömholm, υπάλληλος διοικήσεως, έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Ιουνίου 2012, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Allianz Hungária Biztosító Zrt., εκπροσωπούμενη από τους Z. Hegymegi-Barakonyi και P. Vörös, ügyvédek,
– η Generali-Providencia Biztosító Zrt., εκπροσωπούμενη από τους G. Fejes και L. Scheuer-Szabó, ügyvédek,
– η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Z. Fehrér και τις K. Szíjjártó και K. Molnár,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους V. Bottka, L. Malferrari και M. Kellerbauer,
– η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, εκπροσωπούμενη από τους X. Lewis και M. Schneider,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 25ης Οκτωβρίου 2012, εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ των εταιριών Allianz Hungária Biztosító Zrt. (στο εξής: Allianz), Generali-Providencia Biztosító Zrt. (στο εξής: Generali), Magyar Peugeot Márkakereskedők Biztosítási Alkusz Kft (στο εξής: Peugeot Márkakereskedők) και Paragon-Alkusz Zrt., νόμιμος διάδοχος της Magyar Opelkereskedők Bróker Kft, (στο εξής: Opelkereskedők) και της ενώσεως Gépjármű Márkakereskedők Országos Szövetsége (στο εξής: GÉMOSZ), αφενός, και της Gazdasági Versenyhivatal (αρμόδιας για τον ανταγωνισμό υπηρεσίας, στο εξής: GVH), αφετέρου, με αντικείμενο απόφαση της τελευταίας περί επιβολής προστίμων στις εν λόγω επιχειρήσεις καθώς και στην Porsche Biztosítási Alkusz Kft (στο εξής: Porsche Biztosítási) επειδή συνήψαν σειρά συμφωνιών με αντίθετους προς τον ανταγωνισμό σκοπούς (στο εξής: επίδικη απόφαση).
Το νομικό πλαίσιο
Η ουγγρική νομοθεσία
3 Το προοίμιο του νόμου αριθ. LVII. του 1996, για την απαγόρευση των αθέμιτων ή περιοριστικών του ανταγωνισμού εμπορικών πρακτικών (A tisztességtelen piaci magatartás és a versenykorlátozás tilalmáról szóló 1996. évi LVII. Törvény, στο εξής: Tpvt), ορίζει τα εξής:
«Το δημόσιο συμφέρον για τη διατήρηση του ανταγωνισμού στην αγορά που εξυπηρετεί την οικονομική αποτελεσματικότητα και την κοινωνική ανάπτυξη, καθώς και το συμφέρον των καταναλωτών και των επιχειρήσεων που τηρούν τις επιταγές περί της νομιμότητας των εμπορικών συναλλαγών καθιστούν αναγκαία την εκ μέρους του κράτους διασφάλιση του υγιούς και ελεύθερου οικονομικού ανταγωνισμού μέσω νομοθετικής ρυθμίσεως. Αυτό απαιτεί τη θέσπιση κανόνων στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού απαγορευόντων το μεν τις αντίθετες προς τις επιταγές περί θεμιτού ανταγωνισμού πρακτικές της αγοράς ή περιοριστικές του οικονομικού ανταγωνισμού, αποτρεπτικών το δε των επιζήμιων για τον ανταγωνισμό συγκεντρώσεων επιχειρήσεων, με παράλληλη μέριμνα για την τήρηση των απαιτούμενων οργανωτικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων. Για την υλοποίηση των στόχων αυτών, το Κοινοβούλιο –λαμβάνοντας υπόψη την απαίτηση προσεγγίσεως των κανονιστικών ρυθμίσεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των παραδοσιακών καταβολών του ουγγρικού νόμου περί ανταγωνισμού– εκδίδει τον ακόλουθο νόμο [...]».
4 Ο Tpvt ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 11, με τίτλο «Απαγόρευση συμφωνιών που περιορίζουν τον ανταγωνισμό», τα εξής:
«1. Απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, κάθε εναρμονισμένη πρακτική και όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων, οργανισμών δημοσίου δικαίου, ενώσεων και άλλων παρομοίων οργανισμών […], που έχουν ως αντικείμενο ή που έχουν ή μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού. Δεν καλύπτονται από τον ορισμό αυτόν οι συμφωνίες που συνήφθησαν μεταξύ επιχειρήσεων που δεν είναι ανεξάρτητες οι μεν από τις δε.
2. Η απαγόρευση εφαρμόζεται ειδικότερα:
a) στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής•
b) στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής, της διανομής, της τεχνολογικής αναπτύξεως ή των επενδύσεων•
c) στην κατανομή των αγορών εφοδιασμού, στον περιορισμό της επιλογής εφοδιασμού και στον αποκλεισμό ορισμένων καταναλωτών για την αγορά ορισμένων προϊόντων•
d) στη διαίρεση των αγορών, στον αποκλεισμό της πωλήσεως ή στον περιορισμό της επιλογής των τρόπων πωλήσεως•
[καταργήθηκε]
f) στην παρεμπόδιση της εισόδου στην αγορά•
g) στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, επί ίσης αξίας ή ιδίας φύσεως πράξεων, υφίσταται διάκριση μεταξύ των συμβαλλομένων, ιδίως κατά την εφαρμογή των τιμών, των προθεσμιών πληρωμής, των όρων ή των μεθόδων πωλήσεως ή αγοράς, με αποτέλεσμα ορισμένοι συμβαλλόμενοι να περιάγονται σε μειονεκτική θέση από απόψεως ανταγωνισμού
h) στην εξάρτηση της συνάψεως της συμβάσεως από την αποδοχή υποχρεώσεων που εκ φύσεως ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.»
5 Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Tpvt, το προτεινόμενο γράμμα του εν λόγω άρθρου 11 υπαγορεύθηκε από τις ακόλουθες εκτιμήσεις:
«Οι σημαντικότερες και με τις σπουδαιότητες οικονομικές επιπτώσεις αλλαγές αναμένονται στον τομέα του δικαίου των συμπράξεων. Κύριος λόγος των αλλαγών είναι η εναρμόνιση του δικαίου. […] Το άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΟΚ διατυπώνει γενική απαγόρευση των συμπράξεων και απαγορεύει τόσο τις οριζόντιες όσο και τις κάθετες συμπράξεις. […] Στον τομέα των συμπράξεων, η προτεινόμενη διατύπωση επικυρώνει την αρχή της απαγορεύσεως –όπως ακριβώς ο νόμος για τις κεφαλαιαγορές και το άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΟΚ. Αυτό σημαίνει ότι η ρύθμιση θέτει την αρχή της γενικής απαγορεύσεως των συμπράξεων και συνδέει με αυτήν το καθεστώς των εξαιρέσεων και αποκλίσεων. […] Το προτεινόμενο γράμμα του άρθρου 11, παράγραφος 1, δεν απαγορεύει απλώς, όπως ακριβώς ο νόμος για τις κεφαλαιαγορές, οτιδήποτε περιορίζει ή αποκλείει (εμποδίζει) τον ανταγωνισμό, αλλ’ επίσης, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ, οτιδήποτε νοθεύει τον ανταγωνισμό. […] Εκτός της γενικής απαγορεύσεως των συμπράξεων, το προτεινόμενο γράμμα της διατάξεως –εμπνεόμενο από τη ρυθμιστική λύση που εφαρμόζεται στο πλαίσιο του νόμου για τις κεφαλαιαγορές και του άρθρου 85, της Συνθήκης ΕΟΚ– παραθέτει μη εξαντλητικό κατάλογο τυπικών περιπτώσεων περιοριστικών του ανταγωνισμού συμφωνιών. Η απαρίθμηση αυτή είναι ευρύτερη από εκείνη που περιλαμβάνεται στον νόμο για τις κεφαλαιαγορές και προσεγγίζει τα απαριθμούμενα στο άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ είδη συμπράξεων.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
6 Οι ουγγρικές ασφαλιστικές εταιρίες, και ειδικότερα η Allianz και η Generali, συνάπτουν συμφωνία άπαξ του έτους με τα συνεργεία επισκευής αυτοκινήτων σχετικά με τους όρους και τις τιμές που εφαρμόζονται για τις υπηρεσίες επισκευής και καλείται να καταβάλει ο ασφαλιστής σε περίπτωση ατυχήματος ασφαλισμένων οχημάτων. Τα συνεργεία αυτά μπορούν, υπό την έννοια αυτή, να προβαίνουν απευθείας στις επισκευές σύμφωνα με τους όρους και τις τιμές που έχουν συμφωνηθεί με τον ασφαλιστή.
7 Από τα τέλη του 2002, πολλές αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, οι οποίες λειτουργούν επίσης ως συνεργεία επισκευής, ανέθεσαν στη GÉMOSZ, εθνική ένωση επίσημων αντιπροσώπων αυτοκινήτων συγκεκριμένης μάρκας, να διαπραγματεύεται επ’ ονόματί τους με τις ασφαλιστικές εταιρίες σε ετήσια βάση συμφωνίες πλαίσια σχετικά με την ωριαία αμοιβή που πρέπει να καταβάλλεται για την επισκευή αυτοκινήτων που έχουν υποστεί ζημίες λόγω ατυχήματος.
8 Οι εν λόγω αντιπροσωπείες συνδέονται διττώς με τις ασφαλιστικές εταιρίες. Αφενός, επιδιορθώνουν, σε περίπτωση ζημιών λόγω ατυχήματος, τα ασφαλισμένα για λογαριασμό των ασφαλιστικών εταιριών αυτοκίνητα και, αφετέρου, παρεμβαίνουν ως διαμεσολαβητές των τελευταίων, προσφέροντας, υπό την ιδιότητα του εντολοδόχου των δικών τους μεσιτών ασφαλίσεων ή των συνεργαζομένων με αυτές μεσιτών ασφαλίσεων, ασφάλειες αυτοκινήτων στους πελάτες τους με την ευκαιρία της πωλήσεως ή της επισκευής οχημάτων.
9 Κατά τη διάρκεια των ετών 2004 και 2005, συμφωνίες-πλαίσια συνήφθησαν μεταξύ της GÉMOSZ και της Allianz. Ακολούθως, η τελευταία συνήψε με τις εν λόγω αντιπροσωπείες, βάσει των συμφωνιών-πλαισίων, ατομικές συμφωνίες. Οι τελευταίες αυτές συμφωνίες προέβλεπαν ότι οι αντιπρόσωποι θα λάμβαναν για την επισκευή οχημάτων που υπέστησαν ζημίες λόγω ατυχήματος αυξημένη τιμή σε περίπτωση που τα ασφαλιστήρια αυτοκινήτων οχημάτων της Allianz στοιχούσαν σε ορισμένο ποσοστό των πωληθέντων από τον εμπορικό αντιπρόσωπο ασφαλιστηρίων.
10 Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, η Generali δεν συνήψε συμφωνίες πλαίσια με τη GÉMOSZ αλλά ατομικές συμφωνίες με τους εν λόγω εμπορικούς αντιπροσώπους. Οι συμφωνίες αυτές δεν περιείχαν μεν γραπτή ρήτρα περί αυξήσεως των τιμών, όπως αυτές που περιελάμβαναν οι συμφωνίες της Allianz, όμως η GVH διαπίστωσε ότι η Generali εφάρμοζε στην πράξη ανάλογα εμπορικά κίνητρα.
11 Με την επίδικη απόφασή της, η GVH διαπίστωσε ότι οι εν λόγω συμφωνίες, καθώς και άλλες συμφωνίες που συνήψαν οι πέντε προσφεύγουσες της κύριας δίκης και η Porsche Biztosítási, ήσαν ασυμβίβαστες με το άρθρο 11 του Tpvt. Οι συμφωνίες αυτές μπορούν να ταξινομηθούν ως εξής:
– οριζόντιες συμφωνίες αποτελούμενες από τρεις αποφάσεις της GÉMOSZ κατά την καλύπτουσα τα έτη 2003 έως και 2005 χρονική περίοδο, αποφάσεις που καθόριζαν τις «συνιστώμενες τιμές» στους εμπορικούς αντιπροσώπους αυτοκινήτων συγκεκριμένης μάρκας για την επισκευή οχημάτων και ισχύουσες για τους ασφαλιστές•
– συμφωνίες-πλαίσια που συνήφθησαν κατά τη διάρκεια των ετών 2004 και 2005 μεταξύ της GÉMOSZ και της Allianz, καθώς και ατομικές συμφωνίες που συνήφθησαν κατά την ίδια χρονική περίοδο μεταξύ ορισμένων εμπορικών αντιπροσώπων αυτοκινήτων συγκεκριμένης μάρκας και των Allianz και Generali αντιστοίχως και εξαρτούσαν το ποσοστό της ωριαίας αμοιβής για υπηρεσίες επισκευής από τον αριθμό των υπογραφέντων ασφαλιστηρίων•
– διάφορες συμφωνίες συναφθείσες μεταξύ των ετών 2000 και 2005 αντιστοίχως, μεταξύ, αφενός, της Allianz και της Generali και, αφετέρου, της Peugeot Márkakereskedők, της Opelkereskedők και της Porsche Biztosítási ως μεσιτριών ασφαλίσεων, και τείνουσες να επηρεάζουν τις πρακτικές των τελευταίων καθορίζοντας, μεταξύ άλλων, ελάχιστο αριθμό ή ποσοστό ασφαλιστηρίων αυτοκινήτων που ο μεσίτης ασφαλίσεων καλείται να εξασφαλίζει κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης χρονικής περιόδου και προβλέποντας αμοιβή του μεσίτη ασφαλίσεων κλιμακούμενη αναλόγως του αριθμού των εξασφαλισμένων υπέρ της ασφαλιστικής εταιρίας ασφαλιστηρίων.
12 Η GVH θεώρησε ότι η εν λόγω δέσμη συμφωνιών, λαμβανομένων υπόψη από κοινού αλλά και ατομικώς, είχε ως σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην αγορά των ασφαλιστηρίων αυτοκινήτων οχημάτων και στην αγορά υπηρεσιών επισκευής αυτοκινήτων. Η GVH έκρινε ότι, ελλείψει επιπτώσεως στο διακοινοτικό εμπόριο, το άρθρο 101 ΣΛΕΕ δεν καταλάμβανε τις εν λόγω συμφωνίες και ότι ως εκ τούτου η έλλειψη νομιμότητας αυτών ήταν αποκλειστικά απόρροια του εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού. Λόγω της συγκεκριμένης ελλείψεως νομιμότητας, απαγόρευσε τη συνέχιση των επίδικων πρακτικών και επέβαλε πρόστιμα ύψους 5 319 000 000 ουγγρικών κορωνών (HUF) στην Allianz, 1 046 000 000 HUF στην Generali, 360 000 000 HUF στη GÉMOSZ, 13 600 000 HUF στην Peugeot Márkakereskedők και 45 000 000 HUF στην Opelkereskedők.
13 Κατόπιν της προσφυγής ακυρώσεως που άσκησαν οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης, το Fővárosi Bíróság (δικαστήριο της Βουδαπέστης) μεταρρύθμισε μερικώς την επίδικη απόφαση, η οποία, πάντως, αποκαταστάθηκε κατόπιν εφέσεως με απόφαση του...
Διαβάστε στη σύνδεση "δείτε επίσης" όλη την απόφαση
Στην υπόθεση C 32/11 με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Magyar Köztársaság Legfelsőbb Bírósága (Ουγγαρία) με απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2010, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Ιανουαρίου 2011, στο πλαίσιο της δίκης
Allianz Hungária Biztosító Zrt., Generali-Providencia Biztosító Zrt., Gépjármű Márkakereskedők Országos Szövetsége, Magyar Peugeot Márkakereskedők Biztosítási Alkusz Kft, Paragon-Alkusz Zrt., κατά νόμον διάδοχος του Magyar Opelkereskedők Bróker Kft κατά Gazdasági Versenyhivatal,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, M. Ilešič (εισηγητή), A. Borg Barthet, M. Safjan και M. Berger, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón γραμματέας: C. Strömholm, υπάλληλος διοικήσεως, έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Ιουνίου 2012, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Allianz Hungária Biztosító Zrt., εκπροσωπούμενη από τους Z. Hegymegi-Barakonyi και P. Vörös, ügyvédek,
– η Generali-Providencia Biztosító Zrt., εκπροσωπούμενη από τους G. Fejes και L. Scheuer-Szabó, ügyvédek,
– η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Z. Fehrér και τις K. Szíjjártó και K. Molnár,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους V. Bottka, L. Malferrari και M. Kellerbauer,
– η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, εκπροσωπούμενη από τους X. Lewis και M. Schneider,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 25ης Οκτωβρίου 2012, εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ των εταιριών Allianz Hungária Biztosító Zrt. (στο εξής: Allianz), Generali-Providencia Biztosító Zrt. (στο εξής: Generali), Magyar Peugeot Márkakereskedők Biztosítási Alkusz Kft (στο εξής: Peugeot Márkakereskedők) και Paragon-Alkusz Zrt., νόμιμος διάδοχος της Magyar Opelkereskedők Bróker Kft, (στο εξής: Opelkereskedők) και της ενώσεως Gépjármű Márkakereskedők Országos Szövetsége (στο εξής: GÉMOSZ), αφενός, και της Gazdasági Versenyhivatal (αρμόδιας για τον ανταγωνισμό υπηρεσίας, στο εξής: GVH), αφετέρου, με αντικείμενο απόφαση της τελευταίας περί επιβολής προστίμων στις εν λόγω επιχειρήσεις καθώς και στην Porsche Biztosítási Alkusz Kft (στο εξής: Porsche Biztosítási) επειδή συνήψαν σειρά συμφωνιών με αντίθετους προς τον ανταγωνισμό σκοπούς (στο εξής: επίδικη απόφαση).
Το νομικό πλαίσιο
Η ουγγρική νομοθεσία
3 Το προοίμιο του νόμου αριθ. LVII. του 1996, για την απαγόρευση των αθέμιτων ή περιοριστικών του ανταγωνισμού εμπορικών πρακτικών (A tisztességtelen piaci magatartás és a versenykorlátozás tilalmáról szóló 1996. évi LVII. Törvény, στο εξής: Tpvt), ορίζει τα εξής:
«Το δημόσιο συμφέρον για τη διατήρηση του ανταγωνισμού στην αγορά που εξυπηρετεί την οικονομική αποτελεσματικότητα και την κοινωνική ανάπτυξη, καθώς και το συμφέρον των καταναλωτών και των επιχειρήσεων που τηρούν τις επιταγές περί της νομιμότητας των εμπορικών συναλλαγών καθιστούν αναγκαία την εκ μέρους του κράτους διασφάλιση του υγιούς και ελεύθερου οικονομικού ανταγωνισμού μέσω νομοθετικής ρυθμίσεως. Αυτό απαιτεί τη θέσπιση κανόνων στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού απαγορευόντων το μεν τις αντίθετες προς τις επιταγές περί θεμιτού ανταγωνισμού πρακτικές της αγοράς ή περιοριστικές του οικονομικού ανταγωνισμού, αποτρεπτικών το δε των επιζήμιων για τον ανταγωνισμό συγκεντρώσεων επιχειρήσεων, με παράλληλη μέριμνα για την τήρηση των απαιτούμενων οργανωτικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων. Για την υλοποίηση των στόχων αυτών, το Κοινοβούλιο –λαμβάνοντας υπόψη την απαίτηση προσεγγίσεως των κανονιστικών ρυθμίσεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των παραδοσιακών καταβολών του ουγγρικού νόμου περί ανταγωνισμού– εκδίδει τον ακόλουθο νόμο [...]».
4 Ο Tpvt ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 11, με τίτλο «Απαγόρευση συμφωνιών που περιορίζουν τον ανταγωνισμό», τα εξής:
«1. Απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, κάθε εναρμονισμένη πρακτική και όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων, οργανισμών δημοσίου δικαίου, ενώσεων και άλλων παρομοίων οργανισμών […], που έχουν ως αντικείμενο ή που έχουν ή μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού. Δεν καλύπτονται από τον ορισμό αυτόν οι συμφωνίες που συνήφθησαν μεταξύ επιχειρήσεων που δεν είναι ανεξάρτητες οι μεν από τις δε.
2. Η απαγόρευση εφαρμόζεται ειδικότερα:
a) στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής•
b) στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής, της διανομής, της τεχνολογικής αναπτύξεως ή των επενδύσεων•
c) στην κατανομή των αγορών εφοδιασμού, στον περιορισμό της επιλογής εφοδιασμού και στον αποκλεισμό ορισμένων καταναλωτών για την αγορά ορισμένων προϊόντων•
d) στη διαίρεση των αγορών, στον αποκλεισμό της πωλήσεως ή στον περιορισμό της επιλογής των τρόπων πωλήσεως•
[καταργήθηκε]
f) στην παρεμπόδιση της εισόδου στην αγορά•
g) στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, επί ίσης αξίας ή ιδίας φύσεως πράξεων, υφίσταται διάκριση μεταξύ των συμβαλλομένων, ιδίως κατά την εφαρμογή των τιμών, των προθεσμιών πληρωμής, των όρων ή των μεθόδων πωλήσεως ή αγοράς, με αποτέλεσμα ορισμένοι συμβαλλόμενοι να περιάγονται σε μειονεκτική θέση από απόψεως ανταγωνισμού
h) στην εξάρτηση της συνάψεως της συμβάσεως από την αποδοχή υποχρεώσεων που εκ φύσεως ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.»
5 Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Tpvt, το προτεινόμενο γράμμα του εν λόγω άρθρου 11 υπαγορεύθηκε από τις ακόλουθες εκτιμήσεις:
«Οι σημαντικότερες και με τις σπουδαιότητες οικονομικές επιπτώσεις αλλαγές αναμένονται στον τομέα του δικαίου των συμπράξεων. Κύριος λόγος των αλλαγών είναι η εναρμόνιση του δικαίου. […] Το άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΟΚ διατυπώνει γενική απαγόρευση των συμπράξεων και απαγορεύει τόσο τις οριζόντιες όσο και τις κάθετες συμπράξεις. […] Στον τομέα των συμπράξεων, η προτεινόμενη διατύπωση επικυρώνει την αρχή της απαγορεύσεως –όπως ακριβώς ο νόμος για τις κεφαλαιαγορές και το άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΟΚ. Αυτό σημαίνει ότι η ρύθμιση θέτει την αρχή της γενικής απαγορεύσεως των συμπράξεων και συνδέει με αυτήν το καθεστώς των εξαιρέσεων και αποκλίσεων. […] Το προτεινόμενο γράμμα του άρθρου 11, παράγραφος 1, δεν απαγορεύει απλώς, όπως ακριβώς ο νόμος για τις κεφαλαιαγορές, οτιδήποτε περιορίζει ή αποκλείει (εμποδίζει) τον ανταγωνισμό, αλλ’ επίσης, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ, οτιδήποτε νοθεύει τον ανταγωνισμό. […] Εκτός της γενικής απαγορεύσεως των συμπράξεων, το προτεινόμενο γράμμα της διατάξεως –εμπνεόμενο από τη ρυθμιστική λύση που εφαρμόζεται στο πλαίσιο του νόμου για τις κεφαλαιαγορές και του άρθρου 85, της Συνθήκης ΕΟΚ– παραθέτει μη εξαντλητικό κατάλογο τυπικών περιπτώσεων περιοριστικών του ανταγωνισμού συμφωνιών. Η απαρίθμηση αυτή είναι ευρύτερη από εκείνη που περιλαμβάνεται στον νόμο για τις κεφαλαιαγορές και προσεγγίζει τα απαριθμούμενα στο άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ είδη συμπράξεων.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
6 Οι ουγγρικές ασφαλιστικές εταιρίες, και ειδικότερα η Allianz και η Generali, συνάπτουν συμφωνία άπαξ του έτους με τα συνεργεία επισκευής αυτοκινήτων σχετικά με τους όρους και τις τιμές που εφαρμόζονται για τις υπηρεσίες επισκευής και καλείται να καταβάλει ο ασφαλιστής σε περίπτωση ατυχήματος ασφαλισμένων οχημάτων. Τα συνεργεία αυτά μπορούν, υπό την έννοια αυτή, να προβαίνουν απευθείας στις επισκευές σύμφωνα με τους όρους και τις τιμές που έχουν συμφωνηθεί με τον ασφαλιστή.
7 Από τα τέλη του 2002, πολλές αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, οι οποίες λειτουργούν επίσης ως συνεργεία επισκευής, ανέθεσαν στη GÉMOSZ, εθνική ένωση επίσημων αντιπροσώπων αυτοκινήτων συγκεκριμένης μάρκας, να διαπραγματεύεται επ’ ονόματί τους με τις ασφαλιστικές εταιρίες σε ετήσια βάση συμφωνίες πλαίσια σχετικά με την ωριαία αμοιβή που πρέπει να καταβάλλεται για την επισκευή αυτοκινήτων που έχουν υποστεί ζημίες λόγω ατυχήματος.
8 Οι εν λόγω αντιπροσωπείες συνδέονται διττώς με τις ασφαλιστικές εταιρίες. Αφενός, επιδιορθώνουν, σε περίπτωση ζημιών λόγω ατυχήματος, τα ασφαλισμένα για λογαριασμό των ασφαλιστικών εταιριών αυτοκίνητα και, αφετέρου, παρεμβαίνουν ως διαμεσολαβητές των τελευταίων, προσφέροντας, υπό την ιδιότητα του εντολοδόχου των δικών τους μεσιτών ασφαλίσεων ή των συνεργαζομένων με αυτές μεσιτών ασφαλίσεων, ασφάλειες αυτοκινήτων στους πελάτες τους με την ευκαιρία της πωλήσεως ή της επισκευής οχημάτων.
9 Κατά τη διάρκεια των ετών 2004 και 2005, συμφωνίες-πλαίσια συνήφθησαν μεταξύ της GÉMOSZ και της Allianz. Ακολούθως, η τελευταία συνήψε με τις εν λόγω αντιπροσωπείες, βάσει των συμφωνιών-πλαισίων, ατομικές συμφωνίες. Οι τελευταίες αυτές συμφωνίες προέβλεπαν ότι οι αντιπρόσωποι θα λάμβαναν για την επισκευή οχημάτων που υπέστησαν ζημίες λόγω ατυχήματος αυξημένη τιμή σε περίπτωση που τα ασφαλιστήρια αυτοκινήτων οχημάτων της Allianz στοιχούσαν σε ορισμένο ποσοστό των πωληθέντων από τον εμπορικό αντιπρόσωπο ασφαλιστηρίων.
10 Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, η Generali δεν συνήψε συμφωνίες πλαίσια με τη GÉMOSZ αλλά ατομικές συμφωνίες με τους εν λόγω εμπορικούς αντιπροσώπους. Οι συμφωνίες αυτές δεν περιείχαν μεν γραπτή ρήτρα περί αυξήσεως των τιμών, όπως αυτές που περιελάμβαναν οι συμφωνίες της Allianz, όμως η GVH διαπίστωσε ότι η Generali εφάρμοζε στην πράξη ανάλογα εμπορικά κίνητρα.
11 Με την επίδικη απόφασή της, η GVH διαπίστωσε ότι οι εν λόγω συμφωνίες, καθώς και άλλες συμφωνίες που συνήψαν οι πέντε προσφεύγουσες της κύριας δίκης και η Porsche Biztosítási, ήσαν ασυμβίβαστες με το άρθρο 11 του Tpvt. Οι συμφωνίες αυτές μπορούν να ταξινομηθούν ως εξής:
– οριζόντιες συμφωνίες αποτελούμενες από τρεις αποφάσεις της GÉMOSZ κατά την καλύπτουσα τα έτη 2003 έως και 2005 χρονική περίοδο, αποφάσεις που καθόριζαν τις «συνιστώμενες τιμές» στους εμπορικούς αντιπροσώπους αυτοκινήτων συγκεκριμένης μάρκας για την επισκευή οχημάτων και ισχύουσες για τους ασφαλιστές•
– συμφωνίες-πλαίσια που συνήφθησαν κατά τη διάρκεια των ετών 2004 και 2005 μεταξύ της GÉMOSZ και της Allianz, καθώς και ατομικές συμφωνίες που συνήφθησαν κατά την ίδια χρονική περίοδο μεταξύ ορισμένων εμπορικών αντιπροσώπων αυτοκινήτων συγκεκριμένης μάρκας και των Allianz και Generali αντιστοίχως και εξαρτούσαν το ποσοστό της ωριαίας αμοιβής για υπηρεσίες επισκευής από τον αριθμό των υπογραφέντων ασφαλιστηρίων•
– διάφορες συμφωνίες συναφθείσες μεταξύ των ετών 2000 και 2005 αντιστοίχως, μεταξύ, αφενός, της Allianz και της Generali και, αφετέρου, της Peugeot Márkakereskedők, της Opelkereskedők και της Porsche Biztosítási ως μεσιτριών ασφαλίσεων, και τείνουσες να επηρεάζουν τις πρακτικές των τελευταίων καθορίζοντας, μεταξύ άλλων, ελάχιστο αριθμό ή ποσοστό ασφαλιστηρίων αυτοκινήτων που ο μεσίτης ασφαλίσεων καλείται να εξασφαλίζει κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης χρονικής περιόδου και προβλέποντας αμοιβή του μεσίτη ασφαλίσεων κλιμακούμενη αναλόγως του αριθμού των εξασφαλισμένων υπέρ της ασφαλιστικής εταιρίας ασφαλιστηρίων.
12 Η GVH θεώρησε ότι η εν λόγω δέσμη συμφωνιών, λαμβανομένων υπόψη από κοινού αλλά και ατομικώς, είχε ως σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην αγορά των ασφαλιστηρίων αυτοκινήτων οχημάτων και στην αγορά υπηρεσιών επισκευής αυτοκινήτων. Η GVH έκρινε ότι, ελλείψει επιπτώσεως στο διακοινοτικό εμπόριο, το άρθρο 101 ΣΛΕΕ δεν καταλάμβανε τις εν λόγω συμφωνίες και ότι ως εκ τούτου η έλλειψη νομιμότητας αυτών ήταν αποκλειστικά απόρροια του εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού. Λόγω της συγκεκριμένης ελλείψεως νομιμότητας, απαγόρευσε τη συνέχιση των επίδικων πρακτικών και επέβαλε πρόστιμα ύψους 5 319 000 000 ουγγρικών κορωνών (HUF) στην Allianz, 1 046 000 000 HUF στην Generali, 360 000 000 HUF στη GÉMOSZ, 13 600 000 HUF στην Peugeot Márkakereskedők και 45 000 000 HUF στην Opelkereskedők.
13 Κατόπιν της προσφυγής ακυρώσεως που άσκησαν οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης, το Fővárosi Bíróság (δικαστήριο της Βουδαπέστης) μεταρρύθμισε μερικώς την επίδικη απόφαση, η οποία, πάντως, αποκαταστάθηκε κατόπιν εφέσεως με απόφαση του...